- αμφικροταφίδα
- (-ίς, -ίδος), ησφύρα μεταλλωρύχων που έχει όμοια και τα δύο άκρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι-* + κροταφίς «σφυρί με οξεία απόληξη» < κρόταφος. Η λ. αναφέρεται για πρώτη φορά σε εγκυκλοπαιδικό λεξικό από τον Κ. Μητσόπουλο, φυσιοδίφη].
Dictionary of Greek. 2013.